Δείτε επίσης: σαλιέρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλιάρα οι σαλιάρες
      γενική της σαλιάρας των σαλιαρών
    αιτιατική τη σαλιάρα τις σαλιάρες
     κλητική σαλιάρα σαλιάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μωρό που φορά σαλιάρα

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. σαλιάρα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σαλιάρης
  2. σαλιάρα < σάλιο + -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαλιάρα θηλυκό

  1. μικρή πετσέτα σε σχήμα μηνίσκου που την δένουν μπροστά στο λαιμό ενός μωρού, για να μη λερώνεται το στήθος του
  2. είδος ψαριού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σαλιάρα θηλυκό