σαλιάρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλιάρα | οι | σαλιάρες |
γενική | της | σαλιάρας | των | σαλιαρών |
αιτιατική | τη | σαλιάρα | τις | σαλιάρες |
κλητική | σαλιάρα | σαλιάρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαλιάρα θηλυκό
- μικρή πετσέτα σε σχήμα μηνίσκου που την δένουν μπροστά στο λαιμό ενός μωρού, για να μη λερώνεται το στήθος του
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σάλιο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψάρι
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σαλιάρα θηλυκό