σαλιέρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλιέρα | οι | σαλιέρες |
γενική | της | σαλιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σαλιέρα | τις | σαλιέρες |
κλητική | σαλιέρα | σαλιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σαλιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική saliera < sale < λατινική sal < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂l- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαλιέρα θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σαλιέρα
|