Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακχαρομετρία οι σακχαρομετρίες
      γενική της σακχαρομετρίας των σακχαρομετριών
    αιτιατική τη σακχαρομετρία τις σακχαρομετρίες
     κλητική σακχαρομετρία σακχαρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακχαρομετρία < σάκχαρ(ο) + -ο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακχαρομετρία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία