↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακχαρομετρία οι σακχαρομετρίες
      γενική της σακχαρομετρίας των σακχαρομετριών
    αιτιατική τη σακχαρομετρία τις σακχαρομετρίες
     κλητική σακχαρομετρία σακχαρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακχαρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική saccharométrie < ελληνιστική κοινή σάκχαρον / σάκχαρις + αρχαία ελληνική μέτρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακχαρομετρία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία