↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίμβλος οἱ σίμβλοι
      γενική τοῦ σίμβλου τῶν σίμβλων
      δοτική τῷ σίμβλ τοῖς σίμβλοις
    αιτιατική τὸν σίμβλον τοὺς σίμβλους
     κλητική ! σίμβλε σίμβλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίμβλω
γεν-δοτ τοῖν  σίμβλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σίμβλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίμβλος, -ου αρσενικό

  1. κυψέλη μελισσών
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 598 (598-599)
    οἱ δ᾽ ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους | ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ᾽ ἀμῶνται·
    ενώ εκείνοι μένουνε στις σκεπαστές κυψέλες | και τον ξένο κάματο στη δική τους την κοιλιά μαζεύουν.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ΣτΕ: Ο Ησίοδος αναφέρεται στους κηφήνες.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
    Ὅταν δ’ ἡ ὕλη ἀνθῇ, κηρὸν ἐργάζονται· διὸ ἐκ τοῦ σίμβλου τότ’ ἐξαιρετέον τὸν κηρόν· ἐργάζονται γὰρ εὐθύς.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στις μέλισσες, οι οποίες παράγουν εξαιρετικό κερί στις κυψέλες, όταν τα δέντρα στο δάσος ανθίζουν.
     συνώνυμα: σμῆνος, κυψέλη
  2. (μεταφορικά) αποθήκη, αποθηκευτικός χώρος, σωρός πραγμάτων
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 241 (240-241)
    ἀλλ᾽ ἐγκονῶμεν, ὦνδρες, ὡς ἔσται Λάχητι νυνί· | σίμβλον δέ φασι χρημάτων ἔχειν ἅπαντες αὐτόν.
    Βιαστείτε, φίλοι· σήμερα δικάζουμε το Λάχη· | ένα μελισσοκόφινο λεφτά γεμάτο θα ᾽χει.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία