↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρουτινιάρικος η ρουτινιάρικη το ρουτινιάρικο
      γενική του ρουτινιάρικου της ρουτινιάρικης του ρουτινιάρικου
    αιτιατική τον ρουτινιάρικο τη ρουτινιάρικη το ρουτινιάρικο
     κλητική ρουτινιάρικε ρουτινιάρικη ρουτινιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρουτινιάρικοι οι ρουτινιάρικες τα ρουτινιάρικα
      γενική των ρουτινιάρικων των ρουτινιάρικων των ρουτινιάρικων
    αιτιατική τους ρουτινιάρικους τις ρουτινιάρικες τα ρουτινιάρικα
     κλητική ρουτινιάρικοι ρουτινιάρικες ρουτινιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρουτινιάρικος < άμεσο δάνειο από τη γαλλική routinier [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾu.tiˈɲa.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐τι‐νιά‐ρι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

ρουτινιάρικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ρουτίνα, ρουτινιάρικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.