routinier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | routinier | routiniers |
θηλυκό | routinière | routinières |
routinier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | routinier | routiniers |
θηλυκό | routinière | routinières |
routinier (fr)