ρουθούνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρουθούνισμα < ρουθουνίζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουθούνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρουθουνίζω, ήχος που προκύπτει από τα ρουθούνια κάποιου που είτε ανασαίνει ταχέως είτε έχει κάποια μορφή μερικής ή πλήρους απόφραξης των ρινικών οδών