snort
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
snort | snorts |
snort (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | snort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snorts |
αόριστος | snorted |
παθητική μετοχή | snorted |
ενεργητική μετοχή | snorting |
snort (en)
ενικός | πληθυντικός |
snort | snorts |
snort (en)
ενεστώτας | snort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snorts |
αόριστος | snorted |
παθητική μετοχή | snorted |
ενεργητική μετοχή | snorting |
snort (en)