Δείτε επίσης: ροδοψήνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροδοψίνη οι ροδοψίνες
      γενική της ροδοψίνης των ροδοψινών
    αιτιατική τη ροδοψίνη τις ροδοψίνες
     κλητική ροδοψίνη ροδοψίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροδοψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhodopsin < αρχαία ελληνική ῥόδον + ὄψις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροδοψίνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • rhodopsin στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία