Δείτε επίσης: ροδοψήνω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροδοψίνη οι ροδοψίνες
      γενική της ροδοψίνης των ροδοψινών
    αιτιατική τη ροδοψίνη τις ροδοψίνες
     κλητική ροδοψίνη ροδοψίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροδοψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhodopsin < αρχαία ελληνική ῥόδον + ὄψις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροδοψίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • rhodopsin στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ροδοψίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.