ροδοψίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ροδοψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: rhodopsin < αρχαία ελληνική ῥόδον + ὄψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροδοψίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, φυσιολογία) φωτοευαίσθητη χρωστική ουσία / πρωτεΐνη στα ραβδία του αμφιβληστροειδούς που συμβάλλει στην προσαρμογή του ματιού στο αμυδρό φως
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- rhodopsin στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ροδοψίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.