χρωστική
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χρωστική < χρωστικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χρωστική θηλυκό
- ουσία στα κύτταρα που δίνει χρώμα στον ιστό από αυτά τα κύτταρα, πχ. στο δέρμα και τα μαλλιά
- τα φύλλα των φυτών περιέχουν χλωροφύλλη, μια χρωστική που τους προσδίδει το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
χρωστική