ραβδίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραβδίο | τα | ραβδία |
γενική | του | ραβδίου | των | ραβδίων |
αιτιατική | το | ραβδίο | τα | ραβδία |
κλητική | ραβδίο | ραβδία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραβδίο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδίο ουδέτερο
- το μικρό ραβδί
- (ιατρική, οφθαλμολογία) κύτταρο με επιμήκες σχήμα, που αποτελεί τον φωτοϋποδοχέα του ματιού για το χαμηλό φως.