↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριζόμορφος η ριζόμορφη το ριζόμορφο
      γενική του ριζόμορφου της ριζόμορφης του ριζόμορφου
    αιτιατική τον ριζόμορφο τη ριζόμορφη το ριζόμορφο
     κλητική ριζόμορφε ριζόμορφη ριζόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριζόμορφοι οι ριζόμορφες τα ριζόμορφα
      γενική των ριζόμορφων των ριζόμορφων των ριζόμορφων
    αιτιατική τους ριζόμορφους τις ριζόμορφες τα ριζόμορφα
     κλητική ριζόμορφοι ριζόμορφες ριζόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζόμορφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhizomorphe ή αγγλική rhizomorph < αρχαία ελληνική ῥίζα + μορφή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾiˈzo.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρι‐ζό‐μορ‐φος

  Επίθετο

επεξεργασία

ριζόμορφος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ριζόμορφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.