ριζικάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ριζικάρης | η | ριζικάρα | το | ριζικάρικο |
γενική | του | ριζικάρη | της | ριζικάρας | του | ριζικάρικου |
αιτιατική | τον | ριζικάρη | τη | ριζικάρα | το | ριζικάρικο |
κλητική | ριζικάρη | ριζικάρα | ριζικάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ριζικάρηδες | οι | ριζικάρες | τα | ριζικάρικα |
γενική | των | ριζικάρηδων | — | των | ριζικάρικων | |
αιτιατική | τους | ριζικάρηδες | τις | ριζικάρες | τα | ριζικάρικα |
κλητική | ριζικάρηδες | ριζικάρες | ριζικάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαριζικάρης, -α, -ικο
- (λαϊκότροπο) που έχει καλό ριζικό, καλή τύχη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ριζικάρης
|