ραδιοσυμβολόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραδιοσυμβολόμετρο | τα | ραδιοσυμβολόμετρα |
γενική | του | ραδιοσυμβολόμετρου & ραδιοσυμβολομέτρου |
των | ραδιοσυμβολόμετρων & ραδιοσυμβολομέτρων |
αιτιατική | το | ραδιοσυμβολόμετρο | τα | ραδιοσυμβολόμετρα |
κλητική | ραδιοσυμβολόμετρο | ραδιοσυμβολόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραδιοσυμβολόμετρο < ραδιο- + συμβολόμετρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radio interferometer)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοσυμβολόμετρο ουδέτερο
- (αστρονομία) συσκευή που χρησιμοποιείται στην αστρονομία, για να μελετά τα ουράνια σώματα, λαμβάνοντας και αναλύοντας την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται ή ανακλάται απ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοσυμβολόμετρο
|