↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδιοσυμβολόμετρο τα ραδιοσυμβολόμετρα
      γενική του ραδιοσυμβολόμετρου
ραδιοσυμβολομέτρου
των ραδιοσυμβολόμετρων
ραδιοσυμβολομέτρων
    αιτιατική το ραδιοσυμβολόμετρο τα ραδιοσυμβολόμετρα
     κλητική ραδιοσυμβολόμετρο ραδιοσυμβολόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ραδιοσυμβολόμετρο < ραδιο- + συμβολόμετρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radio interferometer)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραδιοσυμβολόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία