ραδιοηλεκτρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιοηλεκτρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radioelectrology < λατινική radius + αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοηλεκτρολογία θηλυκό
- (φυσική) επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη και την εφαρμογή των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, ιδίως των ραδιοκυμάτων, για τη μετάδοση πληροφοριών και την επικοινωνία καθώς και η σχετική τεχνική
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοηλεκτρολογία