Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδινός η ραδινή το ραδινό
      γενική του ραδινού της ραδινής του ραδινού
    αιτιατική τον ραδινό τη ραδινή το ραδινό
     κλητική ραδινέ ραδινή ραδινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδινοί οι ραδινές τα ραδινά
      γενική των ραδινών των ραδινών των ραδινών
    αιτιατική τους ραδινούς τις ραδινές τα ραδινά
     κλητική ραδινοί ραδινές ραδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδινός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥαδινός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.ðiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρα‐δι‐νός

  Επίθετο επεξεργασία

ραδινός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία