↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πύθιος η πύθια το πύθιο
      γενική του πύθιου της πύθιας του πύθιου
    αιτιατική τον πύθιο την πύθια το πύθιο
     κλητική πύθιε πύθια πύθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πύθιοι οι πύθιες τα πύθια
      γενική των πύθιων των πύθιων των πύθιων
    αιτιατική τους πύθιους τις πύθιες τα πύθια
     κλητική πύθιοι πύθιες πύθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πύθιος < αρχαία ελληνική Πύθιος < Πυθία < Πυθώ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb-ṓ < *dʰewb- (βάθος, κοιλότητα)

  Επίθετο

επεξεργασία

πύθιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία