πύθιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πύθιος | η | πύθια | το | πύθιο |
γενική | του | πύθιου | της | πύθιας | του | πύθιου |
αιτιατική | τον | πύθιο | την | πύθια | το | πύθιο |
κλητική | πύθιε | πύθια | πύθιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πύθιοι | οι | πύθιες | τα | πύθια |
γενική | των | πύθιων | των | πύθιων | των | πύθιων |
αιτιατική | τους | πύθιους | τις | πύθιες | τα | πύθια |
κλητική | πύθιοι | πύθιες | πύθια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πύθιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πύθιος, -α, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πύθιος
|