↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
πυραυλοφόρος
|
η
|
πυραυλοφόρος & πυραυλοφόρα
|
το
|
πυραυλοφόρο
|
γενική
|
του
|
πυραυλοφόρου
|
της
|
πυραυλοφόρου & πυραυλοφόρας
|
του
|
πυραυλοφόρου
|
αιτιατική
|
τον
|
πυραυλοφόρο
|
την
|
πυραυλοφόρο & πυραυλοφόρα
|
το
|
πυραυλοφόρο
|
κλητική
|
|
πυραυλοφόρε
|
|
πυραυλοφόρε & πυραυλοφόρα
|
|
πυραυλοφόρο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
πυραυλοφόροι
|
οι
|
πυραυλοφόροι & πυραυλοφόρες
|
τα
|
πυραυλοφόρα
|
γενική
|
των
|
πυραυλοφόρων
|
των
|
πυραυλοφόρων
|
των
|
πυραυλοφόρων
|
αιτιατική
|
τους
|
πυραυλοφόρους
|
τις
|
πυραυλοφόρους & πυραυλοφόρες
|
τα
|
πυραυλοφόρα
|
κλητική
|
|
πυραυλοφόροι
|
|
πυραυλοφόροι & πυραυλοφόρες
|
|
πυραυλοφόρα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|