πυελογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυελογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyelography[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Pyelographie[1] < αρχαία ελληνική πύελος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυελογραφία θηλυκό
- (ιατρική) απεικονιστική διαδικασία που αξιολογεί την πυελική περιοχή, δηλαδή το κάτω μέρος της κοιλιάς όπου βρίσκονται τα όργανα του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος (μήτρα, τράχηλος της μήτρας, ωοθήκες κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία- πυελογράφημα
- πυελογραφικός
- → δείτε τις λέξεις πύελος και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυελογραφία
- ↑ 1,0 1,1 πυελογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)