Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πτωχοκομείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πτωχοκομεῖον
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πτωχοκομεί
ο
τα
πτωχοκομεί
α
γενική
του
πτωχοκομεί
ου
των
πτωχοκομεί
ων
αιτιατική
το
πτωχοκομεί
ο
τα
πτωχοκομεί
α
κλητική
πτωχοκομεί
ο
πτωχοκομεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πτωχοκομείο
< (
καθαρεύουσα
)
πτωχοκομεῖον
<
πτωχός
+
-κομεῖον
/
-κομείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτωχοκομείο
ουδέτερο
ίδρυμα
με
αποστολή
τη
φροντίδα
των
απόρων
(των πολύ
φτωχών
)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
φτωχοκομείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πτωχοκομείο
αγγλικά
:
poorhouse
(en)
,
workhouse
(en)
γαλλικά
:
asile
(fr)
de
pauvres
(fr)