πτερυγοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτερυγοειδής | η | πτερυγοειδής | το | πτερυγοειδές |
γενική | του | πτερυγοειδούς* | της | πτερυγοειδούς | του | πτερυγοειδούς |
αιτιατική | τον | πτερυγοειδή | την | πτερυγοειδή | το | πτερυγοειδές |
κλητική | πτερυγοειδή(ς) | πτερυγοειδής | πτερυγοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτερυγοειδείς | οι | πτερυγοειδείς | τα | πτερυγοειδή |
γενική | των | πτερυγοειδών | των | πτερυγοειδών | των | πτερυγοειδών |
αιτιατική | τους | πτερυγοειδείς | τις | πτερυγοειδείς | τα | πτερυγοειδή |
κλητική | πτερυγοειδείς | πτερυγοειδείς | πτερυγοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πτερυγοειδής < ελληνιστική κοινή πτερυγοειδής[1] [2] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ptérygoïde[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pterygoid[1])
Επίθετο
επεξεργασίαπτερυγοειδής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 πτερυγοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πτερυγοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.