προωθούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προωθούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος προωθώ < αρχαία ελληνική προωθέω < πρό + ὠθέω
Μετοχή
επεξεργασίαπροωθούμενος, η, ο
- που προχωρεί μπροστά, έχει πάρει την άγουσα προς μία κατεύθυνση
- το προωθούμενο τμήμα στρατού/προωθούμενος προς την έξοδο
- προωθούμενο με προπέλα (π.χ. πλωτό μέσο μεταφοράς)/προωθούμενος καθετήρας/προωθούμενο έμβολο
- η προωθούμενη συμφωνία/το προωθούμενο νομοσχέδιο
- που διαφημίζεται, προμοτάρεται (για προϊόντα)
- το προωθούμενο σαμπουάν/λάδι κ.λπ.
- που προβάλλεται, επιβάλλεται, ωθείται προς την κορυφή κάποιας ιεραρχίας (για ανθρώπους), ο προστατευόμενος κάποιου ή κάποιων, ο υποστηριζόμενος, προοριζόμενος για μία θέση καλύτερη από εκείνη που θα καταλάμβανε αβοήθητος ή χωρίς στήριξη
- Ο προωθούμενος για την προεδρία στον σύλλογο της Αθήνας..
- που καταβάλλεται προσπάθεια να επιβληθεί -διακριτικά ή μη-, να εγκριθεί, να γίνει αποδεκτός (για ιδέες, σχέδια)
- ο προωθούμενος σφαγιασμός των επικουρικών συντάξεων
- τα προωθούμενα από κάποιους κύκλους σενάρια για επάνοδο στη δραχμή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προωθούμενος
|