↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προωθούμενος η προωθούμενη το προωθούμενο
      γενική του προωθούμενου της προωθούμενης του προωθούμενου
    αιτιατική τον προωθούμενο την προωθούμενη το προωθούμενο
     κλητική προωθούμενε προωθούμενη προωθούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προωθούμενοι οι προωθούμενες τα προωθούμενα
      γενική των προωθούμενων των προωθούμενων των προωθούμενων
    αιτιατική τους προωθούμενους τις προωθούμενες τα προωθούμενα
     κλητική προωθούμενοι προωθούμενες προωθούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προωθούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος προωθώ < αρχαία ελληνική προωθέω < πρό + ὠθέω

προωθούμενος, η, ο

  1. που προχωρεί μπροστά, έχει πάρει την άγουσα προς μία κατεύθυνση
    • το προωθούμενο τμήμα στρατού/προωθούμενος προς την έξοδο
    • προωθούμενο με προπέλα (π.χ. πλωτό μέσο μεταφοράς)/προωθούμενος καθετήρας/προωθούμενο έμβολο
    • η προωθούμενη συμφωνία/το προωθούμενο νομοσχέδιο
  2. που διαφημίζεται, προμοτάρεται (για προϊόντα)
    • το προωθούμενο σαμπουάν/λάδι κ.λπ.
  3. που προβάλλεται, επιβάλλεται, ωθείται προς την κορυφή κάποιας ιεραρχίας (για ανθρώπους), ο προστατευόμενος κάποιου ή κάποιων, ο υποστηριζόμενος, προοριζόμενος για μία θέση καλύτερη από εκείνη που θα καταλάμβανε αβοήθητος ή χωρίς στήριξη
    • Ο προωθούμενος για την προεδρία στον σύλλογο της Αθήνας..
  4. που καταβάλλεται προσπάθεια να επιβληθεί -διακριτικά ή μη-, να εγκριθεί, να γίνει αποδεκτός (για ιδέες, σχέδια)
    • ο προωθούμενος σφαγιασμός των επικουρικών συντάξεων
    • τα προωθούμενα από κάποιους κύκλους σενάρια για επάνοδο στη δραχμή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία