↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφιλοπλαστικός η προφιλοπλαστική το προφιλοπλαστικό
      γενική του προφιλοπλαστικού της προφιλοπλαστικής του προφιλοπλαστικού
    αιτιατική τον προφιλοπλαστικό την προφιλοπλαστική το προφιλοπλαστικό
     κλητική προφιλοπλαστικέ προφιλοπλαστική προφιλοπλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφιλοπλαστικοί οι προφιλοπλαστικές τα προφιλοπλαστικά
      γενική των προφιλοπλαστικών των προφιλοπλαστικών των προφιλοπλαστικών
    αιτιατική τους προφιλοπλαστικούς τις προφιλοπλαστικές τα προφιλοπλαστικά
     κλητική προφιλοπλαστικοί προφιλοπλαστικές προφιλοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προφιλοπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική profiloplastic < profiloplasty < γαλλική profil < ιταλική profilo < profilare < pro + filare < λατινική filo < filum + αρχαία ελληνική πλαστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

προφιλοπλαστικός, -ή, -οι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία