προφιλοπλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφιλοπλαστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική profiloplastic < profiloplasty < γαλλική profil < ιταλική profilo < profilare < pro + filare < λατινική filo < filum + αρχαία ελληνική πλαστικός
Επίθετο
επεξεργασίαπροφιλοπλαστικός, -ή, -οι
- (ιατρική) που έχει σχέση με την προφιλοπλαστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- προφιλοπλαστική
- → δείτε τις λέξεις προφίλ και πλαστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία προφιλοπλαστικός