προτελωνειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτελωνειακός < προ- + τελωνειακός
Επίθετο
επεξεργασίαπροτελωνειακός, -ή, -οι
- που αφορά διαδικασίες και στάδιο πριν από το τελωνείο και τον τελωνειακό έλεγχο
- ※ Οι εξαγωγείς αναγνώρισαν τις θετικές εξελίξεις σε σειρά μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του οδικού χάρτη για τη διευκόλυνση του εξωτερικού εμπορίου σε προτελωνειακό και τελωνειακό επίπεδο υπό το συντονισμό του υπουργείου Ανάπτυξης και με τη συνεργασία των συναρμόδιων υπουργείων και του ιδιωτικού τομέα συμπεριλαμβανομένου του ΣΕΒΕ. (www.makthes.gr, 08.09.2014)
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτελωνειακός
|