προσωπιδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροσωπιδοφόρος, -ος ή -α, -ο
- που φέρει προσωπίδα (επαγγελματική ή αμυντική}
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσωπιδοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) ο μεταμφιεσμένος για τις Απόκριες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσωπιδοφόρος
|