Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσφυής η προσφυής το προσφυές
      γενική του προσφυούς* της προσφυούς του προσφυούς
    αιτιατική τον προσφυή την προσφυή το προσφυές
     κλητική προσφυή(ς) προσφυής προσφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσφυείς οι προσφυείς τα προσφυή
      γενική των προσφυών των προσφυών των προσφυών
    αιτιατική τους προσφυείς τις προσφυείς τα προσφυή
     κλητική προσφυείς προσφυείς προσφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσφυής < αρχαία ελληνική προσφυής < προσφύω «φυτρώνω πάνω σε κάτι» < προς + φύω
Αρχικώς αυτός που φύεται πάνω σε κάτι, ή και με τη μεταφορική σημασία, αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι, σύμφυτος.
Κατά την ελληνιστική εποχή πήρε την σημασία «κατάλληλος, ταιριαστός».

  Επίθετο επεξεργασία

προσφυής, -ής, -ές

Με άμεσες προσφυείς ενέργειες κατόρθωσε να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα που πήγε προς στιγμήν να επικρατήσει.

Προσφυής ελιγμός.

  Μεταφράσεις επεξεργασία