προσλαμβάνων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προσλαμβάνων | η | προσλαμβάνουσα | το | προσλαμβάνον |
γενική | του | προσλαμβάνοντος | της | προσλαμβάνουσας & προσλαμβανούσης* |
του | προσλαμβάνοντος |
αιτιατική | τον | προσλαμβάνοντα | την | προσλαμβάνουσα | το | προσλαμβάνον |
κλητική | προσλαμβάνων | προσλαμβάνουσα | προσλαμβάνον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προσλαμβάνοντες | οι | προσλαμβάνουσες | τα | προσλαμβάνοντα |
γενική | των | προσλαμβανόντων | των | προσλαμβανουσών | των | προσλαμβανόντων |
αιτιατική | τους | προσλαμβάνοντες | τις | προσλαμβάνουσες | τα | προσλαμβάνοντα |
κλητική | προσλαμβάνοντες | προσλαμβάνουσες | προσλαμβάνοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσλαμβάνων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσλαμβάνω
Μετοχή
επεξεργασίαπροσλαμβάνων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσλαμβάνων
|