↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσλαμβάνων η προσλαμβάνουσα το προσλαμβάνον
      γενική του προσλαμβάνοντος της προσλαμβάνουσας
προσλαμβανούσης*
του προσλαμβάνοντος
    αιτιατική τον προσλαμβάνοντα την προσλαμβάνουσα το προσλαμβάνον
     κλητική προσλαμβάνων προσλαμβάνουσα προσλαμβάνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσλαμβάνοντες οι προσλαμβάνουσες τα προσλαμβάνοντα
      γενική των προσλαμβανόντων των προσλαμβανουσών των προσλαμβανόντων
    αιτιατική τους προσλαμβάνοντες τις προσλαμβάνουσες τα προσλαμβάνοντα
     κλητική προσλαμβάνοντες προσλαμβάνουσες προσλαμβάνοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσλαμβάνων: μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσλαμβάνω

προσλαμβάνων

  1. (λόγιο) που προσλαμβάνει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προσλαμβάνουσα: προσλαμβάνουσα παράσταση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία