↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσηλυτισμός οι προσηλυτισμοί
      γενική του προσηλυτισμού των προσηλυτισμών
    αιτιατική τον προσηλυτισμό τους προσηλυτισμούς
     κλητική προσηλυτισμέ προσηλυτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσηλυτισμός < (προσηλυτίζω) προσηλυτισ- + -μός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική proselytism[1] (μαρτυρείται από το 1837)[2]. < προσήλυτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσηλυτισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προσηλυτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ. 855, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου