προσηλύτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσηλύτιση | οι | προσηλυτίσεις |
γενική | της | προσηλύτισης* | των | προσηλυτίσεων |
αιτιατική | την | προσηλύτιση | τις | προσηλυτίσεις |
κλητική | προσηλύτιση | προσηλυτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσηλυτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσηλύτιση (μαρτυρείται από το 1879)[1]< προσηλυτίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσηλύτιση θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια ή η διαδικασία του προσηλυτισμού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προσηλυτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσηλύτιση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 855, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- προσηλύτιση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)