προσεταιρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεταιρισμός < προσεταιρίζομαι + -μός < αρχαία ελληνική προσεταιρίζομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσεταιρισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσεταιρίζομαι, η εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης ή της ευνοϊκής στάσης κάποιου άλλου
- προσεταιριστική ιδιότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσεταιρισμός