προσεταιρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεταιρίζομαι < αρχαία ελληνική προσεταιρίζομαι < πρός + ἑταιρίζω < ἑταῖρος
Ρήμα
επεξεργασίαπροσεταιρίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσεταιρίζομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπροσεταιρίζομαι
- (μέσο) + τινά: παίρνω κάποιον σαν φίλο μου, συνδέομαι με κάποιον
- (παθητικό) + τινί: συνεταιρίζομαι, συνδέομαι με κάποιον