prosélytisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁɔ.ze.li.tism/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prosélytisme | prosélytismes |
prosélytisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
prosélytisme | prosélytismes |
prosélytisme (fr) αρσενικό