προσεπικυρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσεπικυρωτικός < προσεπικυρώνω + -τικός < μεσαιωνική ελληνική προσεπικυρόω[1] < αρχαία ελληνική πρός + ἐπικυρόω < κυρόω < κῦρος
Επίθετο
επεξεργασίαπροσεπικυρωτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με προσεπικύρωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσεπικυρώνω, επικυρώνω, κυρώνω και κύρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσεπικυρωτικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προσεπικυρόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- προσεπικυρωτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)