Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσγειωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσγειωμέν
ος
η
προσγειωμέν
η
το
προσγειωμέν
ο
γενική
του
προσγειωμέν
ου
της
προσγειωμέν
ης
του
προσγειωμέν
ου
αιτιατική
τον
προσγειωμέν
ο
την
προσγειωμέν
η
το
προσγειωμέν
ο
κλητική
προσγειωμέν
ε
προσγειωμέν
η
προσγειωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσγειωμέν
οι
οι
προσγειωμέν
ες
τα
προσγειωμέν
α
γενική
των
προσγειωμέν
ων
των
προσγειωμέν
ων
των
προσγειωμέν
ων
αιτιατική
τους
προσγειωμέν
ους
τις
προσγειωμέν
ες
τα
προσγειωμέν
α
κλητική
προσγειωμέν
οι
προσγειωμέν
ες
προσγειωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσγειωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προσγειώνω
,
προσγειώνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
προσγειωμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
προσγειώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσγειωμένος
αγγλικά
:
down to earth
(en)
,
levelheaded
(en)
πορτογαλικά
:
realista
(pt)
,
de pés assentes na terra
(pt)