προσγειώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσγειώνομαι < προσγειώνω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσγειώνομαι
- (για αεροπλάνο, κλπ) σταματώ την πτήση και ακουμπώ το έδαφος
- (μεταφορικά) χάνω τις ψευδαισθήσεις μου και επανέρχομαι στην πραγματικότητα