προπεμπτήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπεμπτήριος < ελληνιστική κοινή προπεμπτήριος < αρχαία ελληνική προπέμπω < πρό + πέμπω
Επίθετο
επεξεργασίαπροπεμπτήριος, -α, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προπεμπτήριος
|
προπεμπτήριος, -α, -ο
|