↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπεμπτήριος η προπεμπτήρια το προπεμπτήριο
      γενική του προπεμπτήριου της προπεμπτήριας του προπεμπτήριου
    αιτιατική τον προπεμπτήριο την προπεμπτήρια το προπεμπτήριο
     κλητική προπεμπτήριε προπεμπτήρια προπεμπτήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπεμπτήριοι οι προπεμπτήριες τα προπεμπτήρια
      γενική των προπεμπτήριων των προπεμπτήριων των προπεμπτήριων
    αιτιατική τους προπεμπτήριους τις προπεμπτήριες τα προπεμπτήρια
     κλητική προπεμπτήριοι προπεμπτήριες προπεμπτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προπεμπτήριος < ελληνιστική κοινή προπεμπτήριος < αρχαία ελληνική προπέμπω < πρό + πέμπω

  Επίθετο

επεξεργασία

προπεμπτήριος, -α, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του προπεμπτικός
  2. (καθαρεύουσα) εξόδιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία