προμηθεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | προμηθεύς | οἱ | προμηθεῖς - προμηθῆς* |
γενική | τοῦ | προμηθέως | τῶν | προμηθέων |
δοτική | τῷ | προμηθεῖ | τοῖς | προμηθεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | προμηθέᾱ | τοὺς | προμηθέᾱς |
κλητική ὦ! | προμηθεῦ | προμηθεῖς - προμηθῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προμηθῆ1 ή προμηθεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προμηθέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προμηθεύς < προμηθής + -εύς → και δείτε τις λέξεις προ, μανθάνω και γλ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρομηθεύς αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- προμηθεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.