Δείτε επίσης: Προμηθεύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προμηθεύς οἱ προμηθεῖς - προμηθῆς*
      γενική τοῦ προμηθέως τῶν προμηθέων
      δοτική τῷ προμηθεῖ τοῖς προμηθεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν προμηθέ τοὺς προμηθέᾱς
     κλητική ! προμηθεῦ προμηθεῖς - προμηθῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προμηθ1 ή προμηθεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  προμηθέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προμηθεύς < προμηθής + -εύς → και δείτε τις λέξεις προ, μανθάνω και γλ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προμηθεύς αρσενικό

  1. προνοητικός, προβλεπτικός
  2. προσεκτικός, συνετός