↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκύπτων η προκύπτουσα το προκύπτον
      γενική του προκύπτοντος της προκύπτουσας
προκυπτούσης*
του προκύπτοντος
    αιτιατική τον προκύπτοντα την προκύπτουσα το προκύπτον
     κλητική προκύπτων προκύπτουσα προκύπτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκύπτοντες οι προκύπτουσες τα προκύπτοντα
      γενική των προκυπτόντων των προκυπτουσών των προκυπτόντων
    αιτιατική τους προκύπτοντες τις προκύπτουσες τα προκύπτοντα
     κλητική προκύπτοντες προκύπτουσες προκύπτοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προκύπτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκύπτων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω

προκύπτων, -ουσα, -ον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

προκύπτων, -ουσα, -ον