προκηρυχθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προκηρυχθείς & προκηρυχθέντας |
η | προκηρυχθείσα | το | προκηρυχθέν |
γενική | του | προκηρυχθέντος & προκηρυχθέντα |
της | προκηρυχθείσας & προκηρυχθείσης* |
του | προκηρυχθέντος |
αιτιατική | τον | προκηρυχθέντα | την | προκηρυχθείσα | το | προκηρυχθέν |
κλητική | προκηρυχθείς & προκηρυχθέντα |
προκηρυχθείσα | προκηρυχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προκηρυχθέντες | οι | προκηρυχθείσες | τα | προκηρυχθέντα |
γενική | των | προκηρυχθέντων | των | προκηρυχθεισών | των | προκηρυχθέντων |
αιτιατική | τους | προκηρυχθέντες | τις | προκηρυχθείσες | τα | προκηρυχθέντα |
κλητική | προκηρυχθέντες | προκηρυχθείσες | προκηρυχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκηρυχθείς < από τη μετοχή της καθαρεύουσας προκηρυχθείς, προκηρυχθεῖσα, προκηρυχθέν, του παθητικού αορίστου του ρήματος προκηρύσσω
Μετοχή
επεξεργασίαπροκηρυχθείς
- λόγια μετοχή, αντίστοιχη της νεοελληνικής προκηρυγμένος -χρησιμοποιείται σπάνια και κυρίως σε επίσημα έγγραφα
- οι προκηρυχθείσες θέσεις διευθυντών είχαν τελευταία φορά προκηρυχθεί το 2009
- Να ανακληθεί ο προκηρυχθείς διαγωνισμός και να γίνει νέα προκήρυξη σύμφωνα με την ισχύουσα...
Μεταφράσεις
επεξεργασία προκηρυχθείς
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκηρυχθείς (αδόκιμος τύος)
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προκηρύσσομαι
- θα προκηρυχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προκηρύσσομαι
Σημειώσεις
επεξεργασία- το προκηρύσσομαι στους παθητικούς τύπους δεν είναι δόκιμο στο α΄και β΄πρόσωπο γιατί δεν χρησιμοποιείται για ανθρώπους