Ετυμολογία

επεξεργασία
προκηρύσσω < αρχαία ελληνική προκηρύσσω < πρό + κηρύσσω/κηρύττω

προκηρύσσω, παθ. φωνή: προκηρύσσομαι

  1. γνωστοποιώ επίσημα κάτι που πρόκειται να κάνω
    μετά το αδιέξοδο στον σχηματισμό κυβέρνησης προκηρύχτηκαν εκλογές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία