προκηρύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκηρύσσω < αρχαία ελληνική προκηρύσσω < πρό + κηρύσσω/κηρύττω
Ρήμα
επεξεργασίαπροκηρύσσω, παθ. φωνή: προκηρύσσομαι
- γνωστοποιώ επίσημα κάτι που πρόκειται να κάνω
- μετά το αδιέξοδο στον σχηματισμό κυβέρνησης προκηρύχτηκαν εκλογές
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προκηρύσσω | προκήρυσσα | θα προκηρύσσω | να προκηρύσσω | προκηρύσσοντας | |
β' ενικ. | προκηρύσσεις | προκήρυσσες | θα προκηρύσσεις | να προκηρύσσεις | προκήρυσσε | |
γ' ενικ. | προκηρύσσει | προκήρυσσε | θα προκηρύσσει | να προκηρύσσει | ||
α' πληθ. | προκηρύσσουμε | προκηρύσσαμε | θα προκηρύσσουμε | να προκηρύσσουμε | ||
β' πληθ. | προκηρύσσετε | προκηρύσσατε | θα προκηρύσσετε | να προκηρύσσετε | προκηρύσσετε | |
γ' πληθ. | προκηρύσσουν(ε) | προκήρυσσαν προκηρύσσαν(ε) |
θα προκηρύσσουν(ε) | να προκηρύσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προκήρυξα | θα προκηρύξω | να προκηρύξω | προκηρύξει | ||
β' ενικ. | προκήρυξες | θα προκηρύξεις | να προκηρύξεις | προκήρυξε | ||
γ' ενικ. | προκήρυξε | θα προκηρύξει | να προκηρύξει | |||
α' πληθ. | προκηρύξαμε | θα προκηρύξουμε | να προκηρύξουμε | |||
β' πληθ. | προκηρύξατε | θα προκηρύξετε | να προκηρύξετε | προκηρύξτε | ||
γ' πληθ. | προκήρυξαν προκηρύξαν(ε) |
θα προκηρύξουν(ε) | να προκηρύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προκηρύξει | είχα προκηρύξει | θα έχω προκηρύξει | να έχω προκηρύξει | ||
β' ενικ. | έχεις προκηρύξει | είχες προκηρύξει | θα έχεις προκηρύξει | να έχεις προκηρύξει | ||
γ' ενικ. | έχει προκηρύξει | είχε προκηρύξει | θα έχει προκηρύξει | να έχει προκηρύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προκηρύξει | είχαμε προκηρύξει | θα έχουμε προκηρύξει | να έχουμε προκηρύξει | ||
β' πληθ. | έχετε προκηρύξει | είχατε προκηρύξει | θα έχετε προκηρύξει | να έχετε προκηρύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν προκηρύξει | είχαν προκηρύξει | θα έχουν προκηρύξει | να έχουν προκηρύξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προκηρύσσομαι | προκηρυσσόμουν(α) | θα προκηρύσσομαι | να προκηρύσσομαι | προκηρυσσόμενος | |
β' ενικ. | προκηρύσσεσαι | προκηρυσσόσουν(α) | θα προκηρύσσεσαι | να προκηρύσσεσαι | (προκηρύσσου) | |
γ' ενικ. | προκηρύσσεται | προκηρυσσόταν(ε) | θα προκηρύσσεται | να προκηρύσσεται | ||
α' πληθ. | προκηρυσσόμαστε | προκηρυσσόμαστε προκηρυσσόμασταν |
θα προκηρυσσόμαστε | να προκηρυσσόμαστε | ||
β' πληθ. | προκηρύσσεστε | προκηρυσσόσαστε προκηρυσσόσασταν |
θα προκηρύσσεστε | να προκηρύσσεστε | (προκηρύσσεστε) | |
γ' πληθ. | προκηρύσσονται | προκηρύσσονταν προκηρυσσόντουσαν |
θα προκηρύσσονται | να προκηρύσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προκηρύχτηκα | θα προκηρυχτώ | να προκηρυχτώ | προκηρυχτεί | ||
β' ενικ. | προκηρύχτηκες | θα προκηρυχτείς | να προκηρυχτείς | προκηρύξου | ||
γ' ενικ. | προκηρύχτηκε | θα προκηρυχτεί | να προκηρυχτεί | |||
α' πληθ. | προκηρυχτήκαμε | θα προκηρυχτούμε | να προκηρυχτούμε | |||
β' πληθ. | προκηρυχτήκατε | θα προκηρυχτείτε | να προκηρυχτείτε | προκηρυχτείτε | ||
γ' πληθ. | προκηρύχτηκαν προκηρυχτήκαν(ε) |
θα προκηρυχτούν(ε) | να προκηρυχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προκηρυχτεί | είχα προκηρυχτεί | θα έχω προκηρυχτεί | να έχω προκηρυχτεί | προκηρυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις προκηρυχτεί | είχες προκηρυχτεί | θα έχεις προκηρυχτεί | να έχεις προκηρυχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει προκηρυχτεί | είχε προκηρυχτεί | θα έχει προκηρυχτεί | να έχει προκηρυχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προκηρυχτεί | είχαμε προκηρυχτεί | θα έχουμε προκηρυχτεί | να έχουμε προκηρυχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε προκηρυχτεί | είχατε προκηρυχτεί | θα έχετε προκηρυχτεί | να έχετε προκηρυχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προκηρυχτεί | είχαν προκηρυχτεί | θα έχουν προκηρυχτεί | να έχουν προκηρυχτεί |