προκηρυγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκηρυγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προκηρύσσω και προκηρύχνω
Μετοχή επεξεργασία
προκηρυγμένος, -η, -ο
- που έχει προκηρυχθεί, ο προκηρυχθείς (λόγιο)
- → δείτε τη λέξη προκηρύσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προκηρυγμένος
|