προκαπιταλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- προκαπιταλιστικός < προ- + καπιταλιστικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική precapitalistic)
Επίθετο
επεξεργασία
προκαπιταλιστικός
- (πολιτική, κοινωνιολογία) που αναφέρεται σε περίοδο πριν από τον καπιταλισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- προκαπιταλιστικά
- προκαπιταλιστικώς
- → δείτε τις λέξεις προ και καπιταλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προκαπιταλιστικός
Πηγές
επεξεργασία
- προκαπιταλιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)