καπιταλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπιταλιστικός < καπιταλιστ(ής) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pi.ta.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πι‐τα‐λι‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακαπιταλιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον καπιταλισμό ή τον καπιταλιστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καπιταλιστικά
- { {βλ|καπιταλισμός}}
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπιταλιστικός