↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προηχογραφημένος η προηχογραφημένη το προηχογραφημένο
      γενική του προηχογραφημένου της προηχογραφημένης του προηχογραφημένου
    αιτιατική τον προηχογραφημένο την προηχογραφημένη το προηχογραφημένο
     κλητική προηχογραφημένε προηχογραφημένη προηχογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προηχογραφημένοι οι προηχογραφημένες τα προηχογραφημένα
      γενική των προηχογραφημένων των προηχογραφημένων των προηχογραφημένων
    αιτιατική τους προηχογραφημένους τις προηχογραφημένες τα προηχογραφημένα
     κλητική προηχογραφημένοι προηχογραφημένες προηχογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προηχογραφημένος < προ- + μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηχογραφώ

προηχογραφημένος, -η, -ο

  • που έχει ηχογραφηθεί από πριν
    Σε αυτό το κομμάτι το μπάσο παίχτηκε από μουσικό, αλλά το χαρακτηριστικό μπάσο τομ ήταν προηχογραφημένο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία