προηχογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προηχογραφημένος < προ- + μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηχογραφώ
Μετοχή
επεξεργασίαπροηχογραφημένος, -η, -ο
- που έχει ηχογραφηθεί από πριν
- Σε αυτό το κομμάτι το μπάσο παίχτηκε από μουσικό, αλλά το χαρακτηριστικό μπάσο τομ ήταν προηχογραφημένο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία προηχογραφημένος