προεντατήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεντατήρας < προ- + εντατήρας < ελληνιστική κοινή ἐντατός + -τήρας < αρχαία ελληνική ἐντείνω < τείνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pretensioner[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεντατήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχανισμός σύσφιξης της ζώνης ασφαλείας ενός οχήματος, ώστε περιορισθεί η απότομη κίνηση του επιβάτη προς τα εμπρός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ προεντατήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)