Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προεντατήρας οι προεντατήρες
      γενική του προεντατήρα των προεντατήρων
    αιτιατική τον προεντατήρα τους προεντατήρες
     κλητική προεντατήρα προεντατήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεντατήρας < προ- + εντατήρας < ελληνιστική κοινή ἐντατός + -τήρας < αρχαία ελληνική ἐντείνω < τείνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pretensioner[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεντατήρας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προεντατήραςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)