Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεκτόπιση οι προεκτοπίσεις
      γενική της προεκτόπισης* των προεκτοπίσεων
    αιτιατική την προεκτόπιση τις προεκτοπίσεις
     κλητική προεκτόπιση προεκτοπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεκτοπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεκτόπιση < προεκτοπίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preemption)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεκτόπιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία