προεκτόπιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προεκτόπιση | οι | προεκτοπίσεις |
γενική | της | προεκτόπισης* | των | προεκτοπίσεων |
αιτιατική | την | προεκτόπιση | τις | προεκτοπίσεις |
κλητική | προεκτόπιση | προεκτοπίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεκτοπίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεκτόπιση < προεκτοπίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preemption)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροεκτόπιση θηλυκό
- (πληροφορική) η δυνατότητα ενός λειτουργικού συστήματος να διακόπτει την εκτέλεση μιας διεργασίας ή ενός νήματος, για να εκτελέσει μια άλλη μεγαλύτερης προτεραιότητας, ώστε να υπάρχει αποτελεσματική διαχείριση των πόρων του συστήματος και διασφάλιση ότι οι πιο σημαντικές εργασίες θα εκτελούνται πρώτες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προεκτοπίζω, εκτοπίζω και τόπος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Preemption (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεκτόπιση