Ετυμολογία

επεξεργασία
προεκτοπίζω < προ- + εκτοπίζω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preempt)

προεκτοπίζω (παθητική φωνή: προεκτοπίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία