προεκτοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεκτοπίζω < προ- + εκτοπίζω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preempt)
Ρήμα
επεξεργασίαπροεκτοπίζω (παθητική φωνή: προεκτοπίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προεκτόπιση
- προεκτοπιστικός
- → δείτε τις λέξεις εκτοπίζω και τόπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεκτοπίζω | προεκτόπιζα | θα προεκτοπίζω | να προεκτοπίζω | προεκτοπίζοντας | |
β' ενικ. | προεκτοπίζεις | προεκτόπιζες | θα προεκτοπίζεις | να προεκτοπίζεις | προεκτόπιζε | |
γ' ενικ. | προεκτοπίζει | προεκτόπιζε | θα προεκτοπίζει | να προεκτοπίζει | ||
α' πληθ. | προεκτοπίζουμε | προεκτοπίζαμε | θα προεκτοπίζουμε | να προεκτοπίζουμε | ||
β' πληθ. | προεκτοπίζετε | προεκτοπίζατε | θα προεκτοπίζετε | να προεκτοπίζετε | προεκτοπίζετε | |
γ' πληθ. | προεκτοπίζουν(ε) | προεκτόπιζαν προεκτοπίζαν(ε) |
θα προεκτοπίζουν(ε) | να προεκτοπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προεκτόπισα | θα προεκτοπίσω | να προεκτοπίσω | προεκτοπίσει | ||
β' ενικ. | προεκτόπισες | θα προεκτοπίσεις | να προεκτοπίσεις | προεκτόπισε | ||
γ' ενικ. | προεκτόπισε | θα προεκτοπίσει | να προεκτοπίσει | |||
α' πληθ. | προεκτοπίσαμε | θα προεκτοπίσουμε | να προεκτοπίσουμε | |||
β' πληθ. | προεκτοπίσατε | θα προεκτοπίσετε | να προεκτοπίσετε | προεκτοπίστε | ||
γ' πληθ. | προεκτόπισαν προεκτοπίσαν(ε) |
θα προεκτοπίσουν(ε) | να προεκτοπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προεκτοπίσει | είχα προεκτοπίσει | θα έχω προεκτοπίσει | να έχω προεκτοπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προεκτοπίσει | είχες προεκτοπίσει | θα έχεις προεκτοπίσει | να έχεις προεκτοπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προεκτοπίσει | είχε προεκτοπίσει | θα έχει προεκτοπίσει | να έχει προεκτοπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προεκτοπίσει | είχαμε προεκτοπίσει | θα έχουμε προεκτοπίσει | να έχουμε προεκτοπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προεκτοπίσει | είχατε προεκτοπίσει | θα έχετε προεκτοπίσει | να έχετε προεκτοπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προεκτοπίσει | είχαν προεκτοπίσει | θα έχουν προεκτοπίσει | να έχουν προεκτοπίσει |
|