προεκτοπιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεκτοπιστικός < προεκτοπίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preemptional)
Επίθετο επεξεργασία
προεκτοπιστικός
- (πληροφορική) που έχει σχέση με προεκτόπιση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεκτοπιστικός