προβεβηκώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπροβεβηκώς, -υῖα, -ώς
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (προβέβηκα) του ρήματος προβαίνω: προχωρημένος (και στην καθαρεύουσα)
Εκφράσεις
επεξεργασία- προβεβηκώς τῇ ἡλικίᾳ (ηλικιωμένος, πληθυντικός: οἱ προβεβηκότες τῇ ἡλικίᾳ)
- προβεβηκυῖα ἡλικία (γηρατειά)
Πηγές
επεξεργασία- προβαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προβαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.