Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προβεβηκώς προβεβηκυῖᾰ τὸ προβεβηκός
      γενική τοῦ προβεβηκότος τῆς προβεβηκυίᾱς τοῦ προβεβηκότος
      δοτική τῷ προβεβηκότ τῇ προβεβηκυίᾳ τῷ προβεβηκότ
    αιτιατική τὸν προβεβηκότ τὴν προβεβηκυῖᾰν τὸ προβεβηκός
     κλητική ! προβεβηκώς προβεβηκυῖᾰ προβεβηκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προβεβηκότες αἱ προβεβηκυῖαι τὰ προβεβηκότ
      γενική τῶν προβεβηκότων τῶν προβεβηκυιῶν τῶν προβεβηκότων
      δοτική τοῖς προβεβηκόσῐ(ν) ταῖς προβεβηκυίαις τοῖς προβεβηκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς προβεβηκότᾰς τὰς προβεβηκυίᾱς τὰ προβεβηκότ
     κλητική ! προβεβηκότες προβεβηκυῖαι προβεβηκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προβεβηκότε τὼ προβεβηκυίᾱ τὼ προβεβηκότε
      γεν-δοτ τοῖν προβεβηκότοιν τοῖν προβεβηκυίαιν τοῖν προβεβηκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

προβεβηκώς, -υῖα, -ώς

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία