↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβατίσιος η προβατίσια το προβατίσιο
      γενική του προβατίσιου της προβατίσιας του προβατίσιου
    αιτιατική τον προβατίσιο την προβατίσια το προβατίσιο
     κλητική προβατίσιε προβατίσια προβατίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβατίσιοι οι προβατίσιες τα προβατίσια
      γενική των προβατίσιων των προβατίσιων των προβατίσιων
    αιτιατική τους προβατίσιους τις προβατίσιες τα προβατίσια
     κλητική προβατίσιοι προβατίσιες προβατίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προβατίσιος < πρόβατ(ο) + -ίσιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.vaˈti.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐βα‐τί‐σιος

  Επίθετο

επεξεργασία

προβατίσιος, -α, -ο

  • που έχει τα χαρακτηριστικά του πρόβατου
    ⮡  έχει προβατίσια μάτια

Δείτε επίσης

επεξεργασία

σημασία: που προέρχεται ή ανήκει σε πρόβατο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία